- ιερόχθων
- ἱερόχθων και ποιητ. τ. ἱρόχθων, ὁ, ἡ (Α)επιγρ. αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από ιερή γη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)-* + -χθων (< χθων, χθονός), πρβλ. αυτό-χθων, ιππό-χθων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἱρόχθονα — ἱερόχθων of hallowed soil masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας … Dictionary of Greek
χθων — η / χθών, ονός, ΝΑ ως κύριο όν. η Χθων μυθ. προσωποποιημένη θεότητα τής γης, που ταυτίζεται με τη Γαία και την οποία θεωρούσαν μητέρα τών Τιτάνων, τών Σειρήνων, τών Γιγάντων και τού Τυφώνος αρχ. 1. η γη, το έδαφος, το χώμα (α. «χθονὶ γυῑα… … Dictionary of Greek